μάνητα

μάνητα
η см. μάνιτα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μάνητα" в других словарях:

  • μάνητα — και μάνιτα, η (Μ μάνητα και μάνιτα) 1. οργή, θυμός 2. μανία, λύσσα 3. κακία, μίσος 4. ερωτικό πάθος 5. πολεμικό μένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάνη + κατάλ. ητα (πρβλ. νεότη > νεότητα). Ο τ. με ι κατά το χάριτα] …   Dictionary of Greek

  • μάνητα — η οργή, θυμός: Με μάνητες δε λύνονται τα προβλήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριομανητό — (I) το [αγριομανώ] άφθονη βλάστηση κλώνων και φύλλων. (II) το μεγάλος θόρυβος, μεγάλη ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγριος + μάνητα] …   Dictionary of Greek

  • κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» …   Dictionary of Greek

  • μάνιτα — η (Μ μάνιτα) βλ. μάνητα …   Dictionary of Greek

  • ξανακάνω — και ξανακάμνω (Μ ξανακά[μ]νω) κάνω κάτι εκ νέου, επαναλαμβάνω, ξαναδημιουργώ νεοελλ. μεταβάλλω κάποιον ριζικά, φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκτός εαυτού («ήτονε τόσα η μάνητα τού Κρητικού μεγάλη οπού τόν εξανάκαμε τής μάνητας η ζάλη...», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»